Ο Νέος
Πτωχευτικός Νόμος 4738/2020 (ΦΕΚ Α' 207/27.10.2020)
Ο νέος πτωχευτικός νόμος (4738/2020), με τίτλο «Ρύθμιση
οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας», σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση
αυτού, ενσωματώνει όλα τα επιμέρους εργαλεία ρύθμισης οφειλών που υπάρχουν
σήμερα (υπερχρεωμένα νοικοκυριά, προστασία 1ης κατοικίας,
εξωδικαστικός μηχανισμός κ.τ.λ.), σε ένα ενιαίο πλαίσιο και μια ενιαία
διαδικασία. Με τον νέο
νόμο ενσωματώνονται στο εθνικό δίκαιο οι διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 1023/2019
«Πλαίσιο για την προληπτική αναδιάρθρωση και την απαλλαγή του οφειλέτη από τα
χρέη» για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και την
αφερεγγυότητα οφειλετών.
Στο α' κεφάλαιο, προβλέπει την προσπάθεια για
εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών, μέσα από μια Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Εξωδικαστικής Ρύθμισης Οφειλών, που
τηρείται στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. (Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού
Χρέους). Στην εξωδικαστική ρύθμιση έχει δικαίωμα να ενταχθεί κάθε φυσικό
πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα. Οι περιπτώσεις, σύμφωνα με τις οποίες (κατ'
άρθρο 7 παρ. 3), η υποβολή αίτησης για υπαγωγή
στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών δεν επιτρέπεται, είναι οι
ακόλουθες: 1. Όταν το 90% των
συνολικών οφειλών του σε χρηματοδοτικούς φορείς, στο Δημόσιο και στους Φορείς
Κοινωνικής Ασφάλισης οφείλεται σε έναν χρηματοδοτικό φορέα ή όταν το σύνολο των
οφειλών του προς τα πρόσωπα αυτά δεν υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ,
2. Όταν εκκρεμεί αίτηση στο δικαστήριο
για ένταξη στο ν. Κατσέλη (ν.3869/10) ή στο ν. 4605/2019 Πλατφόρμα
προστασίας κύριας κατοικίας ή στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό Ρύθμισης Οφειλών
Επιχειρήσεων (ν. 4469/2017) ή όταν πρόκειται για εταιρεία και εκκρεμεί
αίτημα στο αρμόδιο δικαστήριο για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης ή για την
κήρυξή του σε πτώχευση με βάσει το ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας). Εξαίρεση: Εάν έχει παραιτηθεί από τις
διαδικασίες των νόμων αυτών μέχρι την ημερομηνία υποβολής αίτησης για την
υπαγωγή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, 3. Όταν ο οφειλέτης (εφόσον πρόκειται
για εταιρεία) έχει τεθεί σε λύση ή εκκαθάριση, 4. Όταν εκκρεμεί η έκδοση δικαστικής απόφασης στις παραπάνω
διαδικασίες ή δεν έχουν παρέλθει 15 μήνες από την απόφαση υπαγωγής ή
τουλάχιστον 12 μήνες από την με οποιοδήποτε τρόπο ολοκλήρωση της διαδικασίας
εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών ή για τις εταιρείες έχει εκδοθεί οριστική
απόφαση υπαγωγής σε μία από τις διαδικασίες που αναφέρονται στην περίπτωση β' ή
ο πιστωτής έχει υποβάλλει αίτηση υπαγωγής του υπό πτώχευση φυσικού ή νομικού
προσώπου στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του άρθρου 68 του ν. 4307/2014, ε) Όταν ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί
με αμετάκλητη απόφαση για τα αδικήματα της: φοροδιαφυγής, νομιμοποίησης
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υπεξαίρεσης, εκβίασης,
πλαστογραφίας, δωροδοκίας, δωροληψίας, λαθρεμπορίας, καταδολίευσης
δανειστών, χρεοκοπίας ή απάτης σε βαθμό κακουργήματος, στ) Όταν ο οφειλέτης, ο οποίος έχει
εξυπηρετούμενες ή ενήμερες οφειλές προς το σύνολο των πιστωτών του, δεν
επικαλείται γεγονότα από τα οποία να προκύπτει η επιδείνωση της οικονομικής του
κατάστασης σε ποσοστό 20%. Η επιδείνωση μπορεί να οφείλεται είτε στη μείωση των
εισοδημάτων είτε στην αύξηση των δαπανών.
Η προμνησθείσα αίτηση
υποβάλλεται από τον οφειλέτη στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού
Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ) μέσω της Ηλεκτρονικής Πλατφόρμας Εξωδικαστικής Ρύθμισης
Οφειλών. Επιπλέον, μπορεί και
έχει τη διακριτική ευχέρεια να εκκινήσει τη διαδικασία κάποιος ή κάποιοι από
τους δανειστές (οι χρηματοδοτικοί φορείς, το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής
Ασφάλισης). Στην περίπτωση αυτή, πρέπει
να κοινοποιηθεί στον οφειλέτη ηλεκτρονικά, ταχυδρομικά ή με συστημένη επιστολή,
όπου θα τον καλούν να υποβάλλει αίτηση υπαγωγής στην εξωδικαστική ρύθμιση εντός
45 ημερολογιακών ημερών. Σε
περίπτωση που ο οφειλέτης δεν υποβάλλει αίτηση εντός της ανωτέρω προθεσμίας,
τότε θεωρείται ότι η διαδικασία έχει περατωθεί.
Η αίτηση οφειλέτη για
εξωδικαστική ρύθμιση κατ' άρθρο 9, πρέπει να περιλαμβάνει τα κάτωθι στοιχεία:
α. πλήρη στοιχεία του οφειλέτη (ονοματεπώνυμο/ επωνυμία, διεύθυνση, Α.Φ.Μ., ΚΑΔ, εφόσον ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα ή είναι νομικό πρόσωπο, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), αναφορά στον κύκλο εργασιών του ή το εισόδημά του κατά το τελευταίο οικονομικό έτος πριν από την υποβολή της αίτησης και στις συνολικές υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του, περιγραφή της δραστηριότητάς του, της οικονομικής του κατάστασης, των λόγων της οικονομικής του αδυναμίας και των προοπτικών της επιχείρησής του,β. κατάλογο όλων των προσώπων και φορέων που έχουν απαιτήσεις κατά του οφειλέτη (π.χ. προμηθευτών ή εργαζόμενων) με πλήρη στοιχεία (επωνυμία, διεύθυνση, Α.Φ.Μ., και, εφόσον υπάρχουν, τηλέφωνο και ηλεκτρονική διεύθυνση), των οφειλομένων ποσών ανά πιστωτή και της ημερομηνίας, αναφορικά με την οποία προσδιορίζεται το ύψος της κάθε οφειλής, γ. κατάλογο των κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη στην Ελλάδα και την αλλοδαπή, με αναφορά στην εκτιμώμενη εμπορική αξία των κινητών περιουσιακών στοιχείων, έτσι ώστε να μπορεί να προσδιορισθεί η αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του. Η αξία των ακινήτων περιουσιακών στοιχείων προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 11,δ. πλήρη περιγραφή των βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων (είδος βάρους ή εξασφάλισης, πιστωτής, ασφαλιζόμενο ποσό, σειρά, δημόσιο βιβλίο) που είναι εγγεγραμμένα επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη,ε. δήλωση για κάθε μεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη που έγινε εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών πριν από την υποβολή της αίτησης.Με την ΚΥΑ 74694 ΕΞ 2021 (ΦΕΚ B` 2710/24.06.2021) τροποποιήθηκαν τα υποχρεωτικά συνυποβαλλόμενα με την αίτηση του οφειλέτη στοιχεία, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 του ν. 4738/2020, για τα οποία παρέχεται από τον οφειλέτη η άδεια για επεξεργασία και κοινοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου αυτού, ως εξής:Α) Αντί των στοιχείων των δηλώσεων Ε1, Ε3 και Ν των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών, αντλούνται και τυγχάνουν επεξεργασίας τα στοιχεία των δηλώσεων αυτών για τα τελευταία τρία (3) φορολογικά έτη.Β) Αντί των στοιχείων πράξης προσδιορισμού ΕΝΦΙΑ του τελευταίου φορολογικού έτους, αντλούνται και τυγχάνουν επεξεργασίας τα στοιχεία της πράξης αυτής για τα τελευταία πέντε (5) φορολογικά έτη. Γ) Αντί των στοιχείων πράξης προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του τελευταίου φορολογικού έτους, αντλούνται και τυγχάνουν επεξεργασίας τα στοιχεία της πράξης αυτής για τα τελευταία τρία (3) φορολογικά έτη. Δ) Η υποχρέωση άντλησης και επεξεργασίας των στοιχείων της δήλωσης Ε9 καταργείται." Υποχρεωτικά συνυποβαλλόμενα με την αίτηση του οφειλέτη στοιχεία κατ' άρθρο 10. 1. Εφόσον πρόκειται για οφειλέτη-φυσικό πρόσωπο, υποβάλλονται, επιπλέον των στοιχείων του άρθρου 9, υποχρεωτικά και τα εξής: α. Πλήρη στοιχεία του συζύγου και των εξαρτώμενων μελών του (ονοματεπώνυμο, Α.Φ.Μ., ΚΑΔ, εφόσον ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση). β. Τα στοιχεία της υποπαρ. γ΄ του άρθρου 9 για τον ή τη σύζυγο ή τον συμβίο ή τη συμβία και τα εξαρτώμενα μέλη. γ. Στοιχεία για το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος από οποιαδήποτε πηγή και αιτία. «Τα στοιχεία των περ. α`, β` και γ` για τον σύζυγο δεν χορηγούνται, εφόσον έχει λάβει χώρα διακοπή της έγγαμης συμβίωσης και αυτή έχει δηλωθεί στη Φορολογική Διοίκηση πριν την υποβολή της αίτησης.». 2. Εφόσον πρόκειται για οφειλέτη - νομικό πρόσωπο, υποβάλλονται, επιπλέον των στοιχείων του άρθρου 9, και τα εξής: α. αναφορά στον κύκλο εργασιών του κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης και στις συνολικές υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του, περιγραφή της δραστηριότητάς του, της οικονομικής του κατάστασης, των λόγων της οικονομικής του αδυναμίας και των προοπτικών της επιχείρησής του, β. δήλωση για κάθε καταβολή μερίσματος από τον οφειλέτη προς τους μετόχους ή εταίρους ή άλλη συναλλαγή, εκτός των τρεχουσών συναλλαγών της επιχείρησης, που έγινε εντός των τελευταίων δύο (2) ετών πριν από την υποβολή της αίτησης, γ. στοιχεία κάθε νομικού προσώπου συνδεδεμένου με τον οφειλέτη στη διάρκεια των εξήντα (60) μηνών που προηγούνται της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης, καθώς και πλήρη στοιχεία ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που τυχόν μεταβιβάστηκαν από τον οφειλέτη σε πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη στη διάρκεια των εξήντα (60) μηνών που προηγούνται της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης, δ. κατάλογο των προσώπων που αμείβονται από τον οφειλέτη και τα οποία αποτελούν συνδεδεμένα πρόσωπα με αυτόν, καθώς και ανάλυση των αμοιβών αυτών κατά τα τελευταία δύο (2) έτη πριν από την υποβολή της αίτησης, ε. χρηματοοικονομικές καταστάσεις του άρθρου 16 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251) των τελευταίων πέντε (5) περιόδων, οι οποίες πρέπει να είναι δημοσιευμένες, εφόσον προβλέπεται αντίστοιχη υποχρέωση, και στ. προσωρινό ισοζύγιο, εντός του τριμήνου που προηγείται της υποβολής, τεταρτοβάθμιων λογαριασμών του αναλυτικού καθολικού της γενικής λογιστικής, εφόσον προβλέπεται η κατάρτισή του. 3. Ο οφειλέτης μπορεί να συνοδεύει την αίτησή του με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, στοιχείο ή πληροφορία, την οποία θεωρεί σημαντική για την επιτυχία της διαδικασίας. Με την ΚΥΑ 74694 ΕΞ 2021 (ΦΕΚ B` 2710/24.06.2021) τροποποιήθηκαν τα υποχρεωτικά συνυποβαλλόμενα με την αίτηση του οφειλέτη στοιχεία, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 του ν. 4738/2020, για τα οποία παρέχεται από τον οφειλέτη η άδεια για επεξεργασία και κοινοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου αυτού, ως εξής: Α) Αντί των στοιχείων των δηλώσεων Ε1, Ε3 και Ν των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών, αντλούνται και τυγχάνουν επεξεργασίας τα στοιχεία των δηλώσεων αυτών για τα τελευταία τρία (3) φορολογικά έτη. Β) Αντί των στοιχείων πράξης προσδιορισμού ΕΝΦΙΑ του τελευταίου φορολογικού έτους, αντλούνται και τυγχάνουν επεξεργασίας τα στοιχεία της πράξης αυτής για τα τελευταία πέντε (5) φορολογικά έτη. Γ) Αντί των στοιχείων πράξης προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του τελευταίου φορολογικού έτους, αντλούνται και τυγχάνουν επεξεργασίας τα στοιχεία της πράξης αυτής για τα τελευταία τρία (3) φορολογικά έτη. Δ) Η υποχρέωση άντλησης και επεξεργασίας των στοιχείων της δήλωσης Ε9 καταργείται."
Μετά την υποβολή της αίτησης, οι χρηματοδοτικοί φορείς
έχουν τη διακριτική ευχέρεια (δεν
έχουν υποχρέωση) να καταθέσουν πρόταση ρύθμισης προς τον οφειλέτη. Εάν
συναινέσει ο οφειλέτης, η πλειοψηφία των
χρηματοδοτικών φορέων και τουλάχιστον το ποσοστό των συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό
προνόμιο (προσημείωση, υποθήκη) τότε υπογράφεται σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
Σημειώνεται επιπλέον, ότι υπάρχει περίπτωση, η σύμβαση αναδιάρθρωσης να τελεί
υπό τον όρο της συναίνεσης του Δημοσίου/Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, εφόσον
υπάρχουν οφειλές προς αυτούς. Σε
περίπτωση που ο οφειλέτης δεν συμφωνεί με τις προτάσεις των δανειστών,
δικαιούται εντός 10 ημερολογιακών ημερών από τη λήψη της πρότασης να καταθέσει
αίτημα υποβολής σε διαμεσολάβηση και σε περίπτωση που γίνει δεκτό από την
πλειοψηφία των χρηματοδοτικών φορέων, την ευθύνη αναλαμβάνει διαπιστευμένος
μεσολαβητής. Ωστόσο, αν παρέλθουν 30 ημέρες από την υποβολή του αιτήματος
υποβολής σε διαμεσολάβηση και δεν έχει υπογραφεί η συμφωνία αναδιάρθρωσης, τότε
η διαδικασία θεωρείται λήξασα χωρίς δυνατότητα παράτασης ή ανανέωσης. Η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών πρέπει να
υπογραφεί εντός 2 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, διαφορετικά η
διαδικασία θεωρείται περατωθείσα ως άκαρπη. Σημειώνεται επίσης ότι οι χρηματοδοτικοί
φορείς έχουν τη δυνατότητα εντός της παραπάνω προθεσμίας των δύο μηνών, να
απορρίψουν την αίτηση του οφειλέτη και μην καταθέσουν πρόταση ρύθμισης, γεγονός
που συνεπάγεται την περάτωση της διαδικασίας. Από την υποβολή της
αίτησης και μέχρι την περάτωση της διαδικασίας (2 μήνες), αναστέλλεται η λήψη
αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί
απαιτήσεων (κινητών ή ακινήτων) του οφειλέτη. Στην περίπτωση υπογραφής σύμβασης
αναδιάρθρωσης, δεν είναι επιτρεπτή η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ
αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, αναγκαστικής εκτέλεσης κατά
του οφειλέτη για ικανοποίηση απαιτήσεων που ρυθμίστηκαν από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης.
Ο οφειλέτης οφείλει να
είναι συνεπής, να τηρεί τη ρύθμιση και να καταβάλλει το σύνολο των δόσεων,
σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης. Σε περίπτωση που καθυστερήσει να καταβάλλει συνολικό ποσό που υπερβαίνει
είτε την αξία τριών (3) δόσεων είτε την αξία τουλάχιστον του 3% του
συνολικού οφειλόμενου ποσού, τότε οποιοσδήποτε πιστωτής μπορεί να καταγγείλει
τη σύμβαση αναδιάρθρωσης. Η καταγγελία συνεπάγεται την απώλεια της ρύθμισης
ως προς τον πιστωτή αυτόν. Ως εκ τούτου, αναβιώνουν οι απαιτήσεις του πιστωτή
στο ύψος που είχαν πριν τη σύμβαση αναδιάρθρωσης και αφού αφαιρεθούν τα ποσά
που κατεβλήθησαν στο πλαίσιο της ρύθμισης, καθίστανται ληξιπρόθεσμες και άμεσα
απαιτητές.
Επιπρόσθετα, ο νέος
πτωχευτικός νόμος προβλέπει τη δυνατότητα επιδότησης καταβολής των δόσεων σε
οφειλέτες που έχουν ρυθμίσει ή δεν έχουν καθυστερήσει για χρονικό διάστημα άνω
των 90 ημερών τις οφειλές τους
προς τους χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής
Ασφάλισης, για την αποπληρωμή δανείων που εξασφαλίζονται με την κύρια κατοικία τους,
για πέντε (5) χρόνια από την
ημερομηνία της αίτησης, συγκεκριμένα κατ' άρθρο 28:
1. Σε οφειλέτες που πληρούν τα κριτήρια των επόμενων παραγράφων, και εφόσον έχουν ρυθμίσει ή δεν έχουν καθυστερήσει για χρονικό διάστημα άνω των ενενήντα (90) ημερών τις οφειλές τους προς χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, παρέχεται επιδότηση για την αποπληρωμή των δανείων που εξασφαλίζονται με την κύρια κατοικία τους, για πέντε (5) έτη από την ημερομηνία της αίτησης. Προκειμένου να λάβουν την επιδότηση αυτή, θα πρέπει να υποβάλουν την αίτηση του άρθρου 8. Σε περίπτωση που το σύνολο των οφειλών τους είναι ενήμερο, εκδίδεται από την πλατφόρμα του άρθρου 29 βεβαίωση ενήμερων οφειλών, προκειμένου να εκκινήσει η καταβολή της επιδότησης, άλλως αυτή παρέχεται κατόπιν υπογραφής της σύμβασης αναδιάρθρωσης του άρθρου 14. 2. Για τη λήψη της επιδότησης της παρ. 1, ο οφειλέτης πρέπει να πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Έχει εμπράγματο δικαίωμα, αποκλειστικής ή κατ' ιδανικό μερίδιο, κυριότητας, πλήρους ή ψιλής, ή επικαρπίας σε ακίνητο, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία του και βρίσκεται στην Ελλάδα. β) Για την εμπράγματη εξασφάλιση της οφειλής έχει εγγραφεί, πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 8, υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο, που χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία του οφειλέτη. γ) Το σύνολο των οφειλών του προς χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής ασφάλισης είναι τουλάχιστον είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ. δ) Το υπόλοιπο της οφειλής από το δάνειο που εξασφαλίζεται με την κύρια κατοικία του οφειλέτη, δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατό τριάντα πέντε χιλιάδων (135.000) ευρώ προκειμένου για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, το οποίο προσαυξάνεται κατά το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε επιπλέον μέλος, έως του ανώτατου ποσού των διακοσίων δέκα πέντε χιλιάδων (215.000) ευρώ ανά πιστωτή. ε) Το δάνειο δεν έχει καταγγελθεί σε χρονικό διάστημα πέραν του ενός (1) έτους από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 8. στ) Έχει επέλθει μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων ως εξής: «στα. Οφειλέτες των οποίων οι μέσες μικτές μηνιαίες αποδοχές, αφαιρουμένων πρόσθετων ή άλλων έκτακτων αποδοχών των τελευταίων έξι (6) μηνών πριν την υποβολή της αίτησης παρουσίασαν μείωση, σε σχέση με τους αντίστοιχους έξι (6) προηγούμενους μήνες, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα: i) για ποσά έως χίλια (1.000) ευρώ, μείωση ίση ή μεγαλύτερη του είκοσι τοις εκατό (20%), ii) για ποσά μεγαλύτερα των χιλίων (1.000) ευρώ, μείωση ίση ή μεγαλύτερη του τριάντα τοις εκατό (30%), όπως οι αποδοχές αυτές δηλώνονται στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.» στβ. Ελεύθεροι επαγγελματίες ή φυσικά πρόσωπα που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, των οποίων τα έσοδα του τελευταίου εξαμήνου πριν την υποβολή της αίτησης παρουσίασαν μείωση ίση ή μεγαλύτερη του τριάντα τοις εκατό (30%), σε σχέση με το αντίστοιχο προηγούμενο εξάμηνο, όπως αυτό προκύπτει από τις περιοδικές φορολογικές δηλώσεις στγ. Σε περίπτωση εποχικής απασχόλησης ή δραστηριότητας, συγκρίνονται οι αποδοχές ή τα έσοδα του τελευταίου ενός (1) έτους πριν την υποβολή της αίτησης, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, προκειμένου να εντοπιστεί η μείωση. Ως «εποχική» νοείται η απασχόληση ή δραστηριότητα που παρέχεται σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις, υποκαταστήματα ή παραρτήματα επιχειρήσεων οι οποίες από τη φύση τους, τις καιρικές ή ιδιαίτερες συνθήκες ή λόγω των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών λειτουργούν κατά ημερολογιακό έτος για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δύο (2) και μικρότερο από εννέα (9) μήνες, κατά το υπόλοιπο δε χρονικό διάστημα του ημερολογιακού έτους δεν απασχολούν προσωπικό που υπερβαίνει το 25% του μέσου όρου του προσωπικού, το οποίο απασχολούν κατά την περίοδο αιχμής της δραστηριότητάς τους. ζ) Λόγω της μείωσης που παρουσίασαν τα οικογενειακά εισοδήματα, σύμφωνα με την περ. στ΄, πληροί τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και λοιπά κριτήρια που εκάστοτε ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74). Τα εν λόγω εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια ελέγχονται κατά το χρονικό σημείο της αίτησης του άρθρου 8 και εάν προκύπτει ότι τα εισοδηματικά αυτά κριτήρια υπολείπονται των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, λαμβάνονται υπόψη ως κριτήριο τα εν λόγω εισοδηματικά κριτήρια, προσαυξημένα κατά ποσοστό δέκα πέντε τοις εκατό (15%). η) Αποδέχθηκε τη ρύθμιση που πρότειναν οι πιστωτές για όλες τις οφειλές του στο πλαίσιο της εξωδικαστικής ρύθμισης αυτών δυνάμει του άρθρου 14, σε περίπτωση που οι οφειλές δεν ήταν ενήμερες. Στην περίπτωση αυτή η ρύθμιση θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τα άρθρα 21 και 22. θ) Να μην λαμβάνει ταυτόχρονα άλλη επιδότηση ή επιχορήγηση ή άλλη κρατική ενίσχυση, για το δάνειο πρώτης κατοικίας που επιδοτείται με το παρόν. ι) Να είναι φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμερος ως προς τις υποχρεώσεις του μετά τη συνολική αναδιάρθρωση των οφειλών. ια) Σε περίπτωση που οφειλή που πρόκειται να λάβει επιδότηση έχει υπαχθεί οριστικά στις διατάξεις του ν. 3869/2010 (A΄ 130), εφόσον εγκριθεί η επιδότηση του παρόντος, ο οφειλέτης παραιτείται του δικαιώματος να ζητήσει συνεισφορά του Δημοσίου, σύμφωνα με τα εδάφια πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 (A΄ 130). Οφειλέτες που έχουν υποβάλει αίτηση του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 (A΄ 130), η οποία εκκρεμεί σε πρώτο βαθμό, χωρίς να έχει συζητηθεί, μπορούν να υποβάλουν την αίτηση του άρθρου 8. Αν οι αιτούντες ρυθμίσουν συναινετικά μέσω σύμβασης αναδιάρθρωσης τις οφειλές που είναι επιδεκτικές για την καταβολή επιδότησης κατά το παρόν, η δίκη του ν. 3869/2010 καταργείται ως προς τις οφειλές που ρυθμίστηκαν συναινετικά. 3. Η υποβολή αίτησης για την επιδότηση δόσης συνεπάγεται ως προς το Δημόσιο την παροχή άδειας για την πρόσβαση στο σύνολο των στοιχείων του οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 12. Η πρόσβαση αυτή παρέχεται τόσο για την έγκριση της επιδότησης όσο και για τη διενέργεια περιοδικών ελέγχων της πλήρωσης των προϋποθέσεων χορήγησης. 4. Το μέγιστο ποσό της επιδότησης δόσης, για τα νοικοκυριά που πληρούν τα κριτήρια της παρ. 3 ορίζεται ως ακολούθως: α) Για τον αιτούντα: εβδομήντα (70) ευρώ ανά μήνα. β) Για κάθε επιπλέον μέλος του νοικοκυριού προσαύξηση κατά τριάντα πέντε (35) ευρώ τον μήνα. γ) Στη μονογονεϊκή οικογένεια χορηγείται επιπλέον προσαύξηση τριάντα πέντε (35) ευρώ τον μήνα. δ) Στα νοικοκυριά με απροστάτευτο/α τέκνο/α, χορηγείται επιπλέον προσαύξηση τριάντα πέντε (35) ευρώ τον μήνα για κάθε απροστάτευτο τέκνο. ε) Ως ανώτατο όριο του Επιδόματος Στέγασης ορίζονται τα διακόσια δέκα (210) ευρώ μηνιαίως, ανεξαρτήτως της σύνθεσης του νοικοκυριού. 5. Η επιδότηση δόσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ακόλουθα όρια: α) ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) επί της μηνιαίας δόσης, προκειμένου για δάνεια εξυπηρετούμενα ή δάνεια που παρουσίαζαν καθυστέρηση μέχρι ενενήντα (90) ημέρες κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 8. β) ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) επί της μηνιαίας δόσης, προκειμένου για δάνεια που παρουσίαζαν καθυστέρηση μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 8. γ) ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) επί της μηνιαίας δόσης, προκειμένου για δάνεια που παρουσίαζαν καθυστέρηση μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών και έχουν επιπλέον καταγγελθεί σε χρόνο όχι μεγαλύτερο του ενός (1) έτους προ της υποβολής της αίτησης του άρθρου 8. Σε περίπτωση που τα ποσά της παρ. 4 υπερβαίνουν τα όρια των περ. α΄, β΄ και γ΄, μειώνονται αναλόγως. 6. Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να τηρεί τη ρύθμιση και να καταβάλει εμπρόθεσμα και προσηκόντως το σύνολο του υπολοίπου δόσης επί της οποίας χορηγείται η επιδότηση δόσης, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης Αναδιάρθρωσης. Σε περίπτωση που δεν καταβάλει εμπρόθεσμα και προσηκόντως το υπόλοιπο της δόσης, κατά τρόπο ώστε να επέλθουν οι προϋποθέσεις για την έκπτωσή του από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης σύμφωνα με το άρθρο 27, ακόμα και αν ο πιστωτής δεν ασκήσει τα δικαιώματά του για την έκπτωση του οφειλέτη βάσει του άρθρου αυτού, οφείλει να επιστρέψει τα ποσά επιδότησης δόσης που έλαβε, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, ως εξής: α) Προκειμένου για δάνεια εξυπηρετούμενα ή δάνεια που παρουσίαζαν καθυστέρηση μέχρι ενενήντα (90) ημέρες κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 8, ανακτώνται τα εξής ποσά: αα) ποσό που αντιστοιχεί στο εκατό τοις εκατό (100%) της συνολικής χορηγηθείσας επιδότησης δόσης, σε περίπτωση που εκπέσει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης κατά τον πρώτο χρόνο χορήγησης της επιδότησης, αβ) ποσό που αντιστοιχεί στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της συνολικής χορηγηθείσας επιδότησης δόσης, σε περίπτωση που εκπέσει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης κατά τον δεύτερο χρόνο χορήγησης της επιδότησης, αγ) ποσό που αντιστοιχεί στο εξήντα τοις εκατό (60%) της συνολικής χορηγηθείσας επιδότησης δόσης, σε περίπτωση που εκπέσει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης κατά τον τρίτο χρόνο χορήγησης της επιδότησης, αδ) ποσό που αντιστοιχεί στο σαράντα τοις εκατό (40%) της συνολικής χορηγηθείσας επιδότησης δόσης, σε περίπτωση που εκπέσει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης κατά τον τέταρτο χρόνο χορήγησης της επιδότησης, αε) ποσό που αντιστοιχεί στο είκοσι τοις εκατό (20%) της συνολικής χορηγηθείσας επιδότησης δόσης, σε περίπτωση που εκπέσει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης κατά τον πέμπτο χρόνο χορήγησης της επιδότησης. β) Προκειμένου για δάνεια που παρουσίαζαν καθυστέρηση μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 8: βα) ποσό που αντιστοιχεί στο εκατό τοις εκατό (100%) της συνολικής χορηγηθείσας επιδότησης δόσης, σε περίπτωση που εκπέσει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης κατά τον πρώτο και τον δεύτερο χρόνο χορήγησης της επιδότησης, ββ) ποσό που αντιστοιχεί στο εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της συνολικής χορηγηθείσας επιδότησης δόσης, σε περίπτωση που εκπέσει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης κατά τον τρίτο χρόνο χορήγησης της επιδότησης, βγ) ποσό που αντιστοιχεί στο πενήντα τοις εκατό (50%) της συνολικής χορηγηθείσας επιδότησης δόσης, σε περίπτωση που εκπέσει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης κατά τον τέταρτο χρόνο χορήγησης της επιδότησης, βδ) ποσό που αντιστοιχεί στο είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της συνολικής χορηγηθείσας επιδότησης δόσης, σε περίπτωση που εκπέσει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης κατά τον πέμπτο χρόνο χορήγησης της επιδότησης. γ) Προκειμένου για δάνεια που παρουσίαζαν καθυστέρηση μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών και επιπλέον έχουν καταγγελθεί σε χρόνο όχι μεγαλύτερο του ενός (1) έτους προ της υποβολής της αίτησης του άρθρου 8, ανακτάται ποσό που αντιστοιχεί στο εκατό τοις εκατό (100%) της συνολικής χορηγηθείσας επιδότησης δόσης, σε περίπτωση που εκπέσει από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης και για τα πέντε έτη χορήγησης της επιδότησης, καθώς και για ένα (1) έτος μετά τη λήξη της περιόδου καταβολής της επιδότησης δημοσίου. Αίτηση πτώχευσης μικρού αντικειμένου και ορισμός εισηγητή και διορισμός συνδίκου, κατ' άρθρο 173.
1. Η αίτηση
πτώχευσης μικρού αντικειμένου υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μέσω του Ηλεκτρονικού
Μητρώου Φερεγγυότητας, στο οποίο και δημοσιοποιείται για χρονικό διάστημα
τριάντα (30) ημερών. Εφόσον, η αίτηση υποβάλλεται από τα πρόσωπα της παρ. 1
του άρθρου 79, κοινοποιείται στον οφειλέτη εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη
δημοσιοποίησή της κατά το πρώτο εδάφιο, άλλως δεν επέρχονται οι συνέπειες από
την υποβολή της. Σε περίπτωση που εντός του χρονικού διαστήματος του πρώτου
εδαφίου δεν υποβληθεί παρέμβαση κατά της αίτησης ή υποβληθεί παρέμβαση που
αφορά μόνο στον διορισμό συνδίκου, η αίτηση γίνεται δεκτή με μόνη τη διαπίστωση
παρέλευσης του χρονικού διαστήματος από το πτωχευτικό δικαστήριο. Με την ίδια
απόφαση ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο ο εισηγητής. Ο εισηγητής διορίζει
τον σύνδικο, εφόσον δεν προσδιορίζεται στην αίτηση, εκτός αν συντρέχουν οι
προϋποθέσεις καταχώρησης του άρθρου 178.
2. Για τις πτωχεύσεις μικρού
αντικειμένου, για τις οποίες υποβάλλει αίτηση ο οφειλέτης, επισυνάπτει σε
πρωτότυπο, με ποινή απαραδέκτου αυτής, γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου
Παρακαταθηκών και Δανείων διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για την αντιμετώπιση των
πρώτων εξόδων της πτώχευσης, εκτός εάν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 1 του
άρθρου 178. Το ποσό αναλαμβάνεται από τον σύνδικο με άδεια του εισηγητή. Σε
περίπτωση απόρριψης της αίτησης ή παραίτησης από το δικόγραφο, το ποσό
επιστρέφει στον οφειλέτη.
Περιεχόμενο της αίτησης πτώχευσης κατ' άρθρο 174.
1. Με την αίτησή του ο οφειλέτης υποχρεούται να
καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον
υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες.
2. Σε περίπτωση αίτησης φυσικού ή νομικού προσώπου που
δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με την αίτηση κατατίθεται επί
ποινή απαραδέκτου η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, η δήλωση στοιχείων
ακινήτων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από
επιχειρηματική δραστηριότητα. Η αίτηση συνοδεύεται από κατάσταση του συνόλου
των πιστωτών του και βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη
του οφειλέτη προς το Δημόσιο. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα
έγγραφα που υποστηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία.
3. Ο οφειλέτης υπέχει ως προς τα παραπάνω δηλούμενα
στοιχεία ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 952 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
4. Τα έγγραφα υποβάλλονται σε ηλεκτρονικό αντίγραφο. Η
αίτηση περιλαμβάνει συναίνεση πρόσβασης στα στοιχεία και στα συνοδευτικά
έγγραφα που βρίσκονται σε βάσεις δεδομένων του δημόσιου τομέα ή των
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Παύση πληρωμών κατ' άρθρο 176.
1. Τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης του παρόντος άρθρου
βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις
του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή
χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών ληξιπρόθεσμων
υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη
εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
2. Η επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών
υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην
αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής.
Άσκηση παρέμβασης κατ' άρθρο 177.
1. Οι πιστωτές μπορούν να ασκήσουν παρέμβαση είτε
κύρια, αν ζητούν απόρριψη της αίτησης, είτε πρόσθετη, αν, παρότι είναι σύμφωνοι
με την αίτηση, αιτούνται τον διορισμό συνδίκου. Εφόσον πιστωτής παρέμβει με
υπόδειξη του συνδίκου, σύνδικος διορίζεται ο υποδεικνυόμενος από τον πιστωτή ή,
σε περίπτωση περισσότερων της μιας παρεμβάσεων του ιδίου περιεχομένου, ο
υποδεικνυόμενος από τον πιστωτή που έχει την υψηλότερη απαίτηση, σύμφωνα με τα
στοιχεία στα οποία παρέχεται πρόσβαση μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας.
Οι παρεμβάσεις υποβάλλονται
ηλεκτρονικά στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Εφόσον, υποβληθούν εμπρόθεσμα
κύριες παρεμβάσεις, αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων κατατίθενται σε έντυπη
μορφή ή ηλεκτρονικά στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, με μέριμνα του επιμελέστερου των
διαδίκων. Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 173,
αντίγραφο της αίτησης πτώχευσης επιδίδεται, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών,
με φροντίδα του διαδίκου που επισπεύδει τη διαδικασία, στα λοιπά διάδικα μέρη.
3. Εντός προθεσμίας εξήντα (60)
ημερών από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης, τα διάδικα μέρη οφείλουν να
καταθέσουν ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου τις προτάσεις τους και το σύνολο
των αποδεικτικών εγγράφων.
4. Μετά την παρέλευση της
προθεσμίας της παρ. 3, παρέχεται πρόσθετη προθεσμία πέντε (5) εργάσιμων ημερών
σε όλα τα διάδικα μέρη, για την κατάθεση τυχόν προσθήκης αντίκρουσης. Η
προσαγωγή ενόρκων βεβαιώσεων επιτρέπεται με αναλογική εφαρμογή των άρθρων 421
επ. του ΚΠολΔ.
5. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 4 ,η
διαδικασία ολοκληρώνεται και εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών, το δικαστήριο
εκδίδει απόφαση. Εφόσον το δικαστήριο κηρύξει την πτώχευση, ορίζει εισηγητή και
σύνδικο και προσδιορίζει την ημερομηνία της παύσης των πληρωμών.
Ανεπάρκεια μη βεβαρημένων στοιχείων
της περιουσίας του οφειλέτη κατ' άρθρο 178.
1. Εφόσον, σύμφωνα με τα στοιχεία
στα οποία παρέχεται πρόσβαση μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας,
πιθανολογείται ότι τα μη βεβαρημένα στοιχεία της περιουσίας του οφειλέτη δεν
επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και τα ετήσια εισοδήματα του
οφειλέτη, πέραν των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, δεν υπερβαίνουν τις εύλογες
δαπάνες διαβίωσης της παρ. 5 του άρθρου 92, δεν διορίζεται σύνδικος και ο
εισηγητής διατάσσει την καταχώρηση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη
στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213 και επέρχονται οι συνέπειες
της καταχώρησης της παρ. 4 του άρθρου 77. Την ανεπάρκεια της παρούσας μπορεί να
αναδείξει με παρέμβασή του και πιστωτής. Για τη διαπίστωσή της από τον εισηγητή
δεν απαιτείται σχετική παρέμβαση.
2. Η καταχώρηση της παρ. 1 δεν
επηρεάζει την εξέλιξη της διαδικασίας εκτέλεσης σε βάρος των βεβαρημένων
στοιχείων από τους ενέγγυους πιστωτές, σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές
διατάξεις. Κάθε διαδικαστική ενέργεια ενέγγυου πιστωτή σε εκτέλεση δικαιώματος
ενέχυρου, υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης κατά περιουσιακού στοιχείου του
καταχωρηθέντα οφειλέτη δημοσιοποιείται με ευθύνη του ενέγγυου πιστωτή στο
Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.
Σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας κατ' άρθρο 179.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 178,
σε κάθε άλλη περίπτωση πτώχευσης μικρού αντικειμένου, εφόσον γίνει αποδεκτή
αίτηση πτώχευσης, ο εισηγητής διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας
και προσδιορίζει την ημέρα παύσης πληρωμών.
Παραίτηση και διορισμός συνδίκου κατ' άρθρο 180.
Εάν στη συνέχεια της διαδικασίας
παραιτηθεί σύνδικος που έχει υποδειχθεί από πιστωτή, δικαίωμα υπόδειξης
συνδίκου έχει ο ίδιος πιστωτής, εφόσον κοινοποιήσει στον εισηγητή τα στοιχεία
του υποδεικνυομένου και την έγγραφη αποδοχή από τον τελευταίο του διορισμού
του, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσιοποίηση της παραίτησης. Τον
διορισμό του υποδεικνυόμενου συνδίκου αποφασίζει ο εισηγητής με πράξη του,
χωρίς άλλη διαδικασία. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο εισηγητής έχει την
αποκλειστική αρμοδιότητα αντικατάστασης του συνδίκου, εφόσον συντρέχει
οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του άρθρου 139.
Αναγγελίες και επαληθεύσεις των πιστώσεων κατ' άρθρο
181.
Οι αναγγελίες και επαληθεύσεις
των πιστώσεων γίνονται σύμφωνα με το Τέταρτο Μέρος του Δεύτερου Βιβλίου. Ο
εισηγητής, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους, αποφαίνεται με αιτιολογημένη
διάταξή του για τις ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης των πιστωτών του άρθρου
156. Κατά της πράξης αυτής του εισηγητή επιτρέπεται, εντός δέκα (10) ημερών,
προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα.
Παρακράτηση πιστώματος κατ' άρθρο 182.
Αν ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή
επί της πράξης του εισηγητή με την οποία κάνει δεκτό το πίστωμα, σε κάθε διανομή
ενεργητικού παρακρατείται ποσό ανάλογο του πιστώματος, μέχρι να αποφανθεί το
πτωχευτικό δικαστήριο.
Εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά κατ' άρθρο
183.
Η εκποίηση πραγμάτων του άρθρου
140 πραγματοποιείται από τον σύνδικο χωρίς την άδεια του εισηγητή.
Ειδικός λογαριασμός κατ' άρθρο 184.
Ο σύνδικος διαχειρίζεται τον
ειδικό λογαριασμό του άρθρου 144, αποκλειστικά για τις δαπάνες των εργασιών της
πτώχευσης και για τη διανομή στους πιστωτές, χωρίς να απαιτείται άδεια του
εισηγητή.
Ειδικές προβλέψεις κατ' άρθρο 185.
Τα άρθρα 146, 148, 150, 151 και η
παρ. 1 του άρθρου 133 δεν εφαρμόζονται στις διαδικασίες του παρόντος. Σε
περίπτωση που απαιτείται η εκπροσώπηση και παράσταση ενώπιον δικαστηρίου, ο
σύνδικος μπορεί να αναθέτει τη σχετική εντολή σε δικηγόρο, μετά από σύμφωνη
γνώμη του εισηγητή, ο οποίος καθορίζει και την αμοιβή του, κατ' εύλογη κρίση,
με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στο
πτωχευτικό δικαστήριο.
Εκποίηση περιουσιακών στοιχείων κατ' άρθρο 186.
Η εκποίηση των περιουσιακών
στοιχείων του οφειλέτη γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα για την εκποίηση των κατ'
ιδίαν στοιχείων του οφειλέτη του Κεφαλαίου Γ΄ του παρόντος.
Έφεση κατ' άρθρο 187.
Οι αποφάσεις του πτωχευτικού
δικαστηρίου υπόκεινται μόνο σε έφεση.
Μη περάτωση της πτώχευσης με την απλοποιημένη
διαδικασία κατ' άρθρο 188.
Αν μετά την παρέλευση ενός έτους
από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας η πτώχευση δεν έχει περατωθεί, ο
σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους
λόγους καθυστέρησης της διαδικασίας. Σε περίπτωση που η καθυστέρηση κρίνεται
από τον εισηγητή αδικαιολόγητη, ο εισηγητής τον αντικαθιστά με πράξη του.
Ευάλωτοι οφειλέτες
Σύμφωνα με το άρθρο 223 1. Σε περίπτωση που ο ευάλωτος καταρτίσει μίσθωση επί της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τους όρους του παρόντος Κεφαλαίου και δικαιούται στεγαστικού επιδόματος σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74), αυτό καταβάλλεται στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης σε μερική εξόφληση του μισθώματος. 2. Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και οικογενειακά εισοδήματά του κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Η δόλια ή με βαριά αμέλεια παράβαση της παραπάνω υποχρέωσης, συνεπάγεται την ανατροπή των δικαιοπραξιών στις οποίες προέβη ο οφειλέτης επικαλούμενος τα ανακριβή ως άνω στοιχεία και την υποχρέωσή του να αποδώσει κάθε σχετικό ωφέλημα σε αυτόν από τον οποίο το απέκτησε. Στην κατηγορία των ευάλωτων οφειλετών ανήκουν τα φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι δικαιούχοι του επιδόματος Στέγασης. Όπως προελέχθη και όπως αναφέρεται ρητά στο άρθρο 223, αν ο ευάλωτος οφειλέτης καταρτίσει μίσθωση για την κύρια κατοικία του, το επίδομα στέγασης καταβάλλεται στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης ως μερική εξόφληση του μισθώματος. Οι ευάλωτοι οφειλέτες, οι οποίοι είτε κηρύχθηκαν σε πτώχευση είτε επισπεύδεται σε βάρος της κύριας κατοικίας τους αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή, έχουν τη δυνατότητα να μεταβιβάσουν ή να μισθώσουν, κατόπιν σχετικού αιτήματος, την κύρια κατοικία τους σε φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης. Ο φορέας θα είναι ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), στο οποίο θα παραχωρούνται από το Δημόσιο βάσει σύμβασης παραχώρησης τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητές του. Ειδικότερα, θα αναλαμβάνει την απόκτηση, τη μίσθωση και τη μεταβίβαση της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίζεται σε 12 έτη και μπορεί να καταγγελθεί, εφόσον ο μισθωτής καθυστερήσει να καταβάλλει τρία (3) μισθώματα. Η καταγγελία της μίσθωσης συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος επαναγοράς. Εφόσον, ο μισθωτής (ή οι νόμιμοι διάδοχοί του) καταβάλλει το σύνολο των μισθωμάτων, τότε μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς και να αποκτήσει έναντι τιμήματος την κυριότητα της κύριας κατοικίας, που είχε μεταβιβαστεί στον φορέα. Αν το δικαίωμα αυτό ασκηθεί πριν τη λήξη της μίσθωσης, τότε ο μισθωτής οφείλει να καταβάλλει στον φορέα την τρέχουσα αξία των μισθωμάτων που οφείλονται μέχρι τη λήξη της μίσθωσης (των 12 ετών) επιπλέον του τιμήματος επαναγοράς.
Πτώχευση φυσικού και νομικού προσώπου
Με τον νέο πτωχευτικό νόμο, εκτός από τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό, αποκτούν πτωχευτική ικανότητα και τα φυσικά πρόσωπα. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 76 1. Πτωχευτική ικανότητα έχουν τα φυσικά πρόσωπα. Πτωχευτική ικανότητα έχουν επίσης τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. Με το προβλεπόμενο στο άρθρο 204 προεδρικό διάταγμα η πτωχευτική ικανότητα μπορεί να αποδίδεται και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που δεν επιδιώκουν οικονομικό σκοπό, αλλά ασκούν οικονομική δραστηριότητα. 2. Δεν κηρύσσονται σε πτώχευση τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι δημόσιοι οργανισμοί, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο τυχόν εξαιρείται με ρητή διάταξη νόμου.3. Η παύση της οικονομικής δραστηριότητας ή, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, της λειτουργίας εν γένει, ή, όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, ο θάνατος, δεν κωλύουν την πτώχευση, αν επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του. Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, η αίτηση για κήρυξή του σε πτώχευση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο εντός έτους από το θάνατό του. Κατά το άρθρο 77 του παρόντος νόμου, το οποίο
αναφέρεται στις «αντικειμενικές προϋποθέσεις», σε πτώχευση κηρύσσεται ο
οφειλέτης που βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμών, δηλαδή εκείνος που αδυνατεί να
εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και
μόνιμο. Κατά τεκμήριο, ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν αδυνατεί να
αποπληρώσει είτε προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης είτε προς
τα χρηματοδοτικά ιδρύματα το 40%
τουλάχιστον των συνολικών του υποχρεώσεων για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών και η
μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ. Στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται το σύνολο της
περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε
και αν βρίσκεται. Αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, στην πτωχευτική
περιουσία από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την απαλλαγή, ανήκει το μέρος του
ετήσιου εισοδήματός του, αφαιρουμένων των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών,
που υπερβαίνει το ποσό των ετήσιων ευλόγων δαπανών διαβίωσης ή το του
δωδεκαπλάσιου του ακατάσχετου, όποιο είναι υψηλότερο εκ των δύο. Τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη ανεξαρτήτως ύψους,
μπορούν με αίτησή του να εξαιρεθούν από την πτωχευτική περιουσία, όταν το
δικαστήριο διαπιστώσει ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια
κατοικία ή/και άλλα περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν το 10% των συνολικών
του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των 100.000 ευρώ, με
εξαίρεση όσα αποκτήθηκαν το τελευταίο ένα έτος πριν την υποβολή αίτησης
πτώχευσης. Στην πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά
ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της
πτώχευσης. Επίσης, τονίζεται ότι δεν
ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία τα ακατάσχετα ή εξαιρούμενα με ειδικές
νομοθετικές διατάξεις περιουσιακά
στοιχεία και εισοδήματα του οφειλέτη. Συνεπώς, εξακολουθούν να είναι ακατάσχετα
οι μισθοί, οι συντάξεις και οι ασφαλιστικές παροχές, όπως ορίζει το δικονομικό
δίκαιο και άλλες διατάξεις. Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το
Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου το φυσικό πρόσωπο έχει την
κατοικία του ή σε περίπτωση νομικού προσώπου, το κέντρο των κύριων συμφερόντων
του και ειδικότερα ο τόπος της καταστατικής του έδρας. Κατά της απόφασης που
κηρύσσει την πτώχευση, είναι δυνατό να ασκηθεί είτε ανακοπή είτε αίτηση
ανάκλησης. Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους
πιστωτές του. Στο σημείο αυτό διακρίνουμε τους οφειλέτες που διαθέτουν
περιουσιακά στοιχεία από εκείνους που δεν διαθέτουν: Σε περίπτωση που ο
οφειλέτης δεν διαθέτει περιουσία ή διαθέτει περιουσία μικρής αξίας, την οποία
θα απολέσει κατά την πτώχευση, η
απαλλαγή επέρχεται 3 έτη από
την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή της καταχώρησης του ονόματός του στο
Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Σε αυτή την περίπτωση ο οφειλέτης καλείται να
πληρώνει στους πιστωτές για 3 έτη το ποσό των εισοδημάτων του που υπερβαίνει
τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης διαθέτει περιουσία
(κύρια κατοικία ή/και άλλα πάγια περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία
το 10% των συνολικών τους υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται
των 100.000 Ευρώ), τότε η
απαλλαγή επέρχεται ένα έτος (1)
από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή της καταχώρησης του
ονόματός του στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Σε αυτή την περίπτωση ο
οφειλέτης καλείται να πληρώνει στους πιστωτές για 1 έτος το ποσό των
εισοδημάτων του που υπερβαίνει το 5-πλάσιο των εύλογων δαπανών διαβίωσης. Τα
ποσά των εισοδημάτων που θα κληθεί να καταβάλλει ο οφειλέτης στους πιστωτές του
και στις δύο ως άνω περιπτώσεις καθορίζονται με απόφαση του πτωχευτικού
δικαστηρίου. Σημειώνεται τέλος, πως και μετά την πτώχευση, οι συνοφειλέτες και
οι εγγυητές συνεχίζουν να ευθύνονται έναντι του πιστωτή, ανεξάρτητα από το
γεγονός ότι απαλλάχθηκε ο αρχικός οφειλέτης.